ειδοποιητικός

ειδοποιητικός
-ή, -ό
ειδοποιητήριος (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ειδοποιητικός — ή, ό (Α εἰδοποιητικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που ειδοποιεί, με τον οποίο γίνεται η ειδοποίηση αρχ. ειδοποιός …   Dictionary of Greek

  • εἰδοποιητικῶν — εἰδοποιητικός fem gen pl εἰδοποιητικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδοποιητικόν — εἰδοποιητικός masc acc sg εἰδοποιητικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδοποιητικήν — εἰδοποιητικός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειδοποιητήριος — α, ο 1. που γίνεται ή χρησιμεύει για ειδοποίηση, ο ειδοποιητικός: Ειδοποιητήριος πυροβολισμός. 2. το ουδ. ως ουσ., ειδοποιητήριο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαγγελτικός — ή, ό 1. ο κατάλληλος ή που έχει την ιδιότητα να εξαγγέλλει, ειδοποιητικός. 2. (μουσ.), εξαγγελτικό μοτίβο, το θέμα που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο στο μουσικό δράμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”